Παρνασσίς

Παρνασσίς
Παρνασσίς f. adj.,
1 of Parnassos ἐστεφανωμένον υἱὸν ποίᾳ Παρνασσίδι (Boeckh: Παρνασίᾳ codd.) P. 8.20 παρ]νασσίδι (supp. Lobel: -ιδι Π̆{pc}: -ιοι Π̆{ac}) fr. 215b. 10.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Παρνασσίς — lon fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρνασσίδα — Παρνασσίς lon fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρνασσίδες — Παρνασσίς lon fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρνασσίδι — Παρνασσίς lon fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρνασσίδος — Παρνασσίς lon fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιδα — και ίδα κατάληξη θηλυκών ονομάτων τής Νέας Ελληνικής, που προήλθε από την αιτιατική –ιδα ( ίδα) τών τριτόκλιτων ονομάτων σε ις, ιδος ( ίς, ίδος) τής αρχαίας, τής μεσαιωνικής ή τής καθαρεύουσας, είτε προσηγορικών [πρβλ. καρυάτ ις, ιδος, ιδα >… …   Dictionary of Greek

  • Παρνασιάς — και ιων. τ. Παρνησιάς και Παρνασσίς και Παρνησίς, ἡ, Α αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό («μολεῑν... Παρνασίαν ὑπὲρ κλιτύν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Παρνασ(σ)ός + επίθημα ιάς (πρβλ. Κρον ιάς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”